σῶμα. τό
Ερμηνεία:
(του σώματος, τα σώματα, των σωμάτων) [το κορμί του ανθρώπου ή ζώου]
Ετυμολογία:
[στον Όμηρο η λέξη σώμα σημαίνει το νεκρό σώμα, ενώ το ζωντανό σώμα λέγεται το δέμας), Καινή Διαθήκη 142 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον…[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|